ἀπειλήσει

ἀπειλήσει
ἀπείλησις
threat
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπειλήσεϊ , ἀπείλησις
threat
fem dat sg (epic)
ἀπείλησις
threat
fem dat sg (attic ionic)
ἀπειλέω
keep away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπειλέω
keep away
fut ind mid 2nd sg
ἀπειλέω
keep away
fut ind act 3rd sg
ἀ̱πειλήσει , ἀπειλέω
keep away
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱πειλήσει , ἀπειλέω
keep away
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀπειλέω 1
keep away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπειλέω 1
keep away
fut ind mid 2nd sg
ἀπειλέω 1
keep away
fut ind act 3rd sg
ἀπειλέω 2
hold out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπειλέω 2
hold out
fut ind mid 2nd sg
ἀπειλέω 2
hold out
fut ind act 3rd sg
ἀ̱πειλήσει , ἀπειλέω 2
hold out
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱πειλήσει , ἀπειλέω 2
hold out
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές …   Dictionary of Greek

  • παγετός — Φαινόμενο που οφείλεται στην πτώση της θερμοκρασίας του αέρα μέχρι το μηδέν της εκατόβαθμης κλίμακας ή και κάτω από αυτό. Μπορεί να είναι παροδικός ή συνεχής και να παρουσιάζεται σε μεγάλη ή μικρή έκταση. Εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία του… …   Dictionary of Greek

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • στρες — το, Ν άκλ. (διεθνής όρος) ιατρ. κάθε προσβολή τού οργανισμού στο σύνολο του από πάσης φύσεως παράγοντες τού περιβάλλοντος, ικανή να απειλήσει την ύπαρξή του, καθώς και οι λειτουργικές, μεταβολικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις τού ατόμου στην… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Κουμουνδούρος, Αλέξανδρος — (Σελίτσα, Αβία Οιτύλου 1815 – Αθήνα 1883). Πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας (10 φορές, για μικρά διαστήματα, από το 1865 έως το 1883). Σπούδασε νομικά και για ένα μικρό διάστημα άσκησε τη δικηγορία στην Καλαμάτα. Το 1841, με άλλους νέους… …   Dictionary of Greek

  • Μερόη — Αρχαία πόλη του Σουδάν. Βρισκόταν στην περιοχή ανάμεσα στον πέμπτο και έκτο καταρράκτη του Νείλου. Τα ερείπια της Μ. βρίσκονται σε απόσταση 5 χλμ. Β του σημερινού χωριού Καμπούσια. Τα ίχνη κατοίκησης στη Μ. ανάγονται στη νεολιθική εποχή, αν και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”